Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αφόβιστος — η, ο [φοβίζω] ο άφόβητος … Dictionary of Greek
αφόβιστος — η, ο άφοβος, ατρόμητος: Στον πόλεμο δείχτηκε παλικάρι αφόβιστο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)